- παρυπάρχω
- παρυπ-άρχω,A attend, π. τινὶ βοηθοί, σύμμαχοι, Sch.E.Hec.1041, Or.579.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρυπάρχω — Α είμαι κι εγώ παρών, βρίσκομαι κοντά σε κάποιον άλλο … Dictionary of Greek